- ἀποτρεπτική
- ἀποτρεπτικόςfit for dissuading fromfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
δείξιμο — το 1. το να δείχνει κάποιος κάτι 2. οδηγία, διδασκαλία για εκμάθηση 3. υπόδειγμα, πρότυπο 4. φρ. «καλό μου δείξιμο» (με αποτρεπτική σημασία) όταν δείχνει κάποιος σημείο τού σώματός του όπου εμφανίστηκε σε άλλον ανησυχητικό, νοσηρό σημάδι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek